καταφερτζής

καταφερτζής
θηλ. καταφερτζού
αυτός που επιδιώκει κάτι και τό επιτυγχάνει με οποιοδήποτε μέσο, επιτήδειος, επιδέξιος, καπάτσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταφερ- τού καταφέρνω (πρβλ. αόρ. κατάφερ-α) + κατάλ. -τζής / -τζού (πρβλ. γκαφα-τζής, κουλουρ-τζής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταφερτζής — ο θηλ. καταφερτζού εκείνος που τα καταφέρνει, καπάτσος: Θα τον πείσει, γιατί είναι καταφερτζής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Chronis Exarhakos — Hronis Exarhakos Χρόνης Εξαρχάκος Born November 21, 1915 Died August 25, 1981 Greece Occupation actor Hronis Exarhakos (Greek: Χρόνης Εξαρχάκος, 1932 September 27, 1984) was a Greek actor …   Wikipedia

  • -τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… …   Dictionary of Greek

  • αλχημιστής — ο (θηλ. ίστρια) 1. αυτός που ασχολείται με την αλχημεία 2. αυτός που προσπαθεί να επιτύχει με μυστηριώδεις ή ανορθόδοξες ενέργειες ο καταφερτζής …   Dictionary of Greek

  • επιτήδειος — α, ο (Α ἐπιτήδειος, ον και ος, εία, ον, ιων. τ. ἐπιτήδεος, έη, εον, δωρ. τ. ἐπιτάδειος, α, ον) 1. ικανός, επιδέξιος, κατάλληλος, έμπειρος (α. «νομάς τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα», Ηρόδ. β. «ὀστρακισθῆναι μὲν ἐπιτήδειός εἰμι», Ανδοκ.) 2. (το ουδ. πληθ …   Dictionary of Greek

  • καπάτσος — α, ο ο ικανός να πετυχαίνει και να επωφελείται όχι με τη δική του αξία αλλά με επιτηδειότητα, επιτήδειος, καταφερτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capace] …   Dictionary of Greek

  • καταπιαστής — ο [καταπιάνομαι] αυτός που επιχειρεί κάτι με επιτυχία, που πάντα καταφέρνει αυτό με το οποίο ασχολείται, ο καταφερτζής …   Dictionary of Greek

  • καταφερτζού — ή βλ. καταφερτζής …   Dictionary of Greek

  • μασκαρατζίκος — ο 1. άνθρωπος που κάνει μικροαπατεωνίες 2. (θωπευτικά) πονηρούλης, καταφερτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μασκαράς (II) + κατάλ. τζίκος*] …   Dictionary of Greek

  • ρεκές — ο, Ν πολυμήχανος, καταφερτζής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”