καταφερτζής — ο θηλ. καταφερτζού εκείνος που τα καταφέρνει, καπάτσος: Θα τον πείσει, γιατί είναι καταφερτζής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Chronis Exarhakos — Hronis Exarhakos Χρόνης Εξαρχάκος Born November 21, 1915 Died August 25, 1981 Greece Occupation actor Hronis Exarhakos (Greek: Χρόνης Εξαρχάκος, 1932 September 27, 1984) was a Greek actor … Wikipedia
-τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… … Dictionary of Greek
αλχημιστής — ο (θηλ. ίστρια) 1. αυτός που ασχολείται με την αλχημεία 2. αυτός που προσπαθεί να επιτύχει με μυστηριώδεις ή ανορθόδοξες ενέργειες ο καταφερτζής … Dictionary of Greek
επιτήδειος — α, ο (Α ἐπιτήδειος, ον και ος, εία, ον, ιων. τ. ἐπιτήδεος, έη, εον, δωρ. τ. ἐπιτάδειος, α, ον) 1. ικανός, επιδέξιος, κατάλληλος, έμπειρος (α. «νομάς τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα», Ηρόδ. β. «ὀστρακισθῆναι μὲν ἐπιτήδειός εἰμι», Ανδοκ.) 2. (το ουδ. πληθ … Dictionary of Greek
καπάτσος — α, ο ο ικανός να πετυχαίνει και να επωφελείται όχι με τη δική του αξία αλλά με επιτηδειότητα, επιτήδειος, καταφερτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capace] … Dictionary of Greek
καταπιαστής — ο [καταπιάνομαι] αυτός που επιχειρεί κάτι με επιτυχία, που πάντα καταφέρνει αυτό με το οποίο ασχολείται, ο καταφερτζής … Dictionary of Greek
καταφερτζού — ή βλ. καταφερτζής … Dictionary of Greek
μασκαρατζίκος — ο 1. άνθρωπος που κάνει μικροαπατεωνίες 2. (θωπευτικά) πονηρούλης, καταφερτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μασκαράς (II) + κατάλ. τζίκος*] … Dictionary of Greek
ρεκές — ο, Ν πολυμήχανος, καταφερτζής … Dictionary of Greek